A. the ancient Greek word – η αρχαία ελληνική ρίζα
κλεις (η) {γενική/genitive: κλειδ-ός}
τριτόκλιτο θηλυκό ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής με ινδοευρωπαϊκή προέλευση
ancient Greek noun (third declension) derived from Proto-Indo-European
1. something used to lock / unlock: key
2. a means to something
[…]
6. a narrow strait or pass
(WICTIONARY)
1. κλειδί
–“ο τη κλειδί τα ξύλα σχίζειν, τη δ’ αξίνη την θύραν ανοίγειν πειρώμενος” (Πλούταρχος)
2. κάθε τι που θέτει φραγμό, ασφαλίζει, προστατεύει
– “έστι καμοί κλής επί γλώσση” (Αισχύλος)
– “ανοίξαντα κλήδα φρενών” (Ευριπίδης)
– “ήρατε την κλείδα της γνώσεως” (Καινή Διαθήκη)
3. (μτφ.) το βασικό μέσο για την λύση η ερμηνεία προβλήματος, συγγράμματος, συστήματος συμβόλων, άγνωστης γραφής κ.λ.π.
“η κλεις της γραμμικής γραφής Β”
[…]
6. στενή διάβαση, καίρια θέση
7. (μετρική) ρυθμός, ευφωνία
(ΠΑΠΥΡΟΣ, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, ΑΡΧΑΙΑΣ-ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ-ΝΕΑΣ)
1. το κλειδί
η κλείδα
2. κάθε μέθοδος που εξασφαλίζει κάτι
(ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ)
Β. the modern Greek derivative ‘κλειδί’ (nn: key)
το νεοελληνικό παράγωγο ‘κλειδί’ : (το) {κλειδ-ιού / ιών}
ETYM. <anc. Greek, αρχ. ελλ. ‘κλειδίον’, diminutive of, υποκοριστικό του ΄κλεις’ {γεν./gen. κλειδ-ός}
1. μικρό μεταλλικό αντικείμενο, με άκρο που έχει σχήμα τέτοιο ώστε να προσαρμόζεται στην οπή ή σχισμή κλειδαριάς και περιστρεφόμενο σε αυτή να ανοίγει
key
[…]
5. το σημείο που τοποθετείται στην αρχή του πενταγράμμου και καθορίζει το τονικό ύψος, το οποίο αντιπροσωπεύουν οι νότες που ακολουθούν: το ~ του σολ
tuning-key
(ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ)
Εκφράσεις / Expressions
(μτφ. / metaph.)
* θέση-κλειδί: key-post
* άνθρωπος-κλειδί: key-man
* λέξη-κλειδί: key-word
* το κλειδί της υπόθεσης
* το κλειδί της επιτυχίας
* το κλειδί της ερμηνείας
* το κλειδί του μυστηρίου: the key to the mystery